-
1 προσελαύνω
A- ελῶ X.Cyr.6.2.18
: [tense] aor. 1- ήλᾰσα Th.4.72
: Coan non-thematic [ per.] 3pl. [tense] pres. ind. ποτέλαντι dub. in SIG1025.6 (iv/iii B.C.):— drive or chase to a place, τινὰς πρὸς τὴν Νίσαιαν Th.l.c.; βοῦν SIGl.c.;π. τὸν ἵππον Plu.2.755b
;π. τινὰ φιλοσοφία D.L.7.5
:—[voice] Pass., to be driven or fixed to,πρὸς τοὔδαφος Plu.Crass.25
.II mostly intr.,1 (sc. ἵππον) ride towards, ride up,πρὸς τὸ στρατόπεδον Hdt.7.208
, cf. 9.20, X.Cyr. 4.2.17; ἀλλήλοις ib.1.4.23; alsoπ. ἵππῳ Hdt.9.44
, X.HG4.5.7, cf. Cyr. 1.4.17; π. ἐπὶκαμήλων ib.6.2.18; οἱ προσελαύνοντες, opp. οἱ προσθέοντες (the infantry), Id.An.6.3.7.2 (sc. στρατόν) march up, οὔπω ἧκεν ἀλλ' ἔτι προσήλαυνε ib.1.5.12, etc.3 of time, approach,ἐπὶ τὸν ἀεὶ ἑξῆς καὶ -οντα χρόνον PMasp.158.27
(vi A.D.), cf. PFlor.294.102 (vi A.D.), etc.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > προσελαύνω
См. также в других словарях:
προσελαύνω — Α [ἐλαύνω] 1. φέρνω, οδηγώ κάποιον ή κάτι προς ένα σημείο («προσελαύνειν τὸν ἵππον», Πλούτ.) 2. προωθώ, σπρώχνω προς ένα σημείο («προσελαύνειν τινὰ φιλοσοφίᾳ», Διογ. Λαέρ.) 3. προχωρώ ιππεύοντας, πλησιάζω σε ένα μέρος έφιππος (α. «ὡς δὲ προσήλασε … Dictionary of Greek